περιπατώ

περιπατώ
περιπατῶ, -έω, ΝΜΑ, και περπατώ, -άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν
1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ.
γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια», Κάλβ.
δ. «περπατώντας η Δόξα μονάχη...», Σολωμ.
δ. «θήλεια φρὴν ποιεῑ μ' ἄθυμον περιπατεῑν...», Αριστοφ.)
2. διέρχομαι, περνώ από έναν τόπο (α. «να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους» β. «περιπάτησε όλην τήν Αίγυπτον», πάπ.)
3. αναχωρώ, φεύγω («ἆρον τὸν κράβαττόν σου και περιπάτει», ΚΔ)
4. παθ. περπατιέμαι και περιπατῶμαι
είμαι κατάλληλος για περίπατο (α. «ο δρόμος αυτός περπατιέμαι ευχάριστα» β. «περιπατεῑται ἡ ὁδός», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. βηματίζω σιγά σιγά για αναψυχή, περιδιαβάζω, κάνω περίπατο, πάω βόλτα, βγαίνω σεργιάνι («περπατήσαμε λίγο στο Ζάππειο και ξεσκάσαμε»)
2. (μτβ.) οδηγώ ή συνοδεύω κάποιον σε περίπατο («πήγαινε να περπατήσεις λίγο το παιδί στον κήπο»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) περπατημένος, -η, -ο
i) αυτός που έχει πολλές κοινωνικές εμπειρίες, που έχει γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και χώρους, ιδίως για διασκέδαση, έμπειρος, πολύπειρος
ii) (για γυναίκα) αυτή που είχε σχέσεις με πολλούς άνδρες, έμπειρη σεξουαλικά
4. φρ. «το έργο [ή η δουλειά] περπατάει»
(για πρόγραμμα, ζήτημα, υπόθεση, θεατρικό έργο) σημειώνει πρόοδο, έχει επιτυχία
μσν.-αρχ.
ζω κατά ορισμένο τρόπο, συμπεριφέρομαι, διάγω (α. «διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων», ΚΔ
β. «ἵνα ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν», Υμνολ.)
αρχ.
συζητώ, ιδίως φιλοσοφικά θέματα, κάνοντας περίπατο (α. «ἔτυχον δ' ἐν τῷ κήπῳ καὶ ἐγὼ τότε περιπατῶν», Πλάτ.
β. «τὸ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσθαι καὶ περιπατεῑν», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. <περι-* + πατῶ. Ο τ. περπατώ έχει σχηματιστεί κατά συγκοπή τού περιπατῶ, ενώ ο τ. πορπατώ < περπατώ κατ' επίδραση τού πορεύομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιπατώ — και περπατώ περ(ι)πάτησα 1. πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ, περιφέρομαι, βαδίζω: Περ(ι)πατήσαμε δύο ώρες, ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας. 2. κάνω περίπατο: Περ(ι)πάτησα, να πάρω λίγο αέρα. 3. ως μτβ., συνοδεύω, κάνω παρέα, οδηγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπατῶ — περιπατέω walk up and down pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and down pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and down pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπάτῳ — περίπατος walking about masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπάτωι — περιπάτῳ , περίπατος walking about masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… …   Dictionary of Greek

  • ARISTOTELES — Stagirita, Philosophus, Peripateticorum Princeps, natus est Olymp. 99. A. M. 3670. Urb. Cond. 370. Ante Christum Natum 384. Septendecim annos natus, post Nicomachi parentis mortem, Athenas profectus, Platonis auditor fuit, qui praeclarissimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERIPATETICI — Philosophi Athenis, quorum originem ita assignat Cicero, Academicar. Quaestion. l. 1. c. 4. Platonis autem auctoritate, inquit, qui varius et multiplex, et copiosus fuit, una et consentiens duobus vocabulis philosophiae forma instituta est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπερίπατος — ὀρθοπερίπατος, ον (Μ) ορθοπεριπατητικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + περίπατος (< περιπατῶ), πρβλ. κακο περίπατος] …   Dictionary of Greek

  • παραπεριπατώ — έω, Α [περιπατώ] περπατώ κοντά σε κάποιον ή παραπλεύρως κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”